- βιγλάτορας
- [-ωρ (-ορος)] ο см. βίγλα 2, 3
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βιγλάτορας — ο (Μ βιγλάτωρ) σκοπός, φρουρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. vigilator] … Dictionary of Greek
βιγλάτορας — ο ο σκοπός, ο φρουρός, ο φύλακας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)